- οισμός
- οἰσμός, ὁ (Α) [οίζω](κατά τον Ζώσ.) «ἐκφώνησις ἐναποσβεννυμένου πυρός».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβερ(ρ)οϊσμός — ο 1. οι θεωρίες τού Αβερόη, που, επηρεασμένος από τον νεοπλατωνισμό, διατυπώθηκαν κυρίως υπό μορφή σχολίων στον Αριστοτέλη και που διαφέρουν από τις θεωρίες τού Αβικένα κατά τούτο: υποστηρίζουν ότι όλος ο κόσμος δημιουργήθηκε μεμιάς από τον Θεό,… … Dictionary of Greek
οἰσμοῦ — οἰσμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)